Η άλωση της πόλης.Γράφει ο Μιχάλης Σαρηγιάννης.

Κοινωνια Τρίτη, 27η Μαΐου 2014
Η άλωση της πόλης.Γράφει ο Μιχάλης Σαρηγιάννης.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ

«Το δε την πόλιν σοι δούνε ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών».

29 Μαΐου 1453. Η Κωνσταντινούπολη, το Βυζάντιο πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Ημέρα πένθους και οδύνης για τον Ελληνισμό. Ας ανατρέξουμε στα ιστορικά γεγονότα της εποχής.

Οι Βυζαντινοί, προκειμένου να προστατέψουν τα σύνορά τους, προσέλαβαν ως μισθοφόρους τους Σελτζούκους οι οποίοι πολεμούσαν αρχικά για λογαριασμό των Βυζαντινών, με Βυζαντινά λάβαρα (το σημερινό εθνόσημο της Τουρκίας, μισοφέγγαρο, είναι βυζαντινό). Για να τους καλοπιάσουν ακόμα περισσότερο έδωσαν σ’ αυτούς για γυναίκες τις αδερφές τους (Μιχαήλ Παλαιολόγος και άλλοι επιφανείς Βυζαντινοί). Από παρίες και δούλοι που ήταν, άρχισαν να ανέρχονται κοινωνικά, δημιούργησαν τη δική τους κάστα κι άρχισαν να αντιστρατεύονται οτιδήποτε ήταν ελληνικό. Οι συνεχείς έριδες μέσα στους κόλπους των βυζαντινών, τους έδιναν ακράδαντα ερείσματα για να επιδιώξουν το στόχο τους που όπως είπαμε ήταν η απαλοιφή κάθε ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία.

Η τελευταία μεγάλη κρίση που ταλάνισε όσο τίποτα άλλο το Βυζάντιο ήταν η Ένωση των εκκλησιών, με αποτέλεσμα να χωριστούν σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις που καθημερινά διέπρατταν εγκλήματα, οι ενωτικοί (παπικοί) σε βάρος των ανθενωτικών και το αντίστροφο. Αυτή την ευκαιρία, ο νεαρός σουλτάνος Μεχμέτ, κατά τη δεύτερη του θητεία, δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. (Η πρώτη θητεία ως σουλτάνος κράτησε λίγους μήνες και καθαιρέθηκε, λόγω των ερωτικών του σχέσεων με το δάσκαλό του από τη Μαγνησία).

. Ό Μεχμετ όλο το χειμώνα του 1452 – 53 προετοιμαζόταν. Είχε αγοράσει απ’ τους δυτικούς όπλα που λειτουργούσαν με μπαρούτι, απεσταλμένοι του όργωσαν τη Μικρά Ασία και την Ευρώπη στρατολογώντας κόσμο, τους έταζαν ελεύθερο πλιάτσικο και τις γυναίκες των Βυζαντινών, προμηθεύτηκε ελεβόλεις1 αρκετά μεγάλες που ούτε σαράντα ζευγάρια βόδια δεν μπορούσαν να τις σύρουν2 και άλλες πολεμικές μηχανές και σαν ήρθε η άνοιξη του 1453 έστειλε τον Χαραντή πασά κι απέκλεισε την Πόλη. Στην Ανδρια-νούπολη, ο Ούγγρος Ουρβανός κατασκεύασε το μεγαλύτερο κανόνι που υπήρξε μέχρι τα τότε. Στη δοκιμή που έγινε, το βλήμα, που ζύγιζε περίπου πεντακόσιες οκάδες, άνοιξε έναν τεράστιο λάκκο κι απ’ τα αέρια που έβγαλε, μια καμήλα εκσφενδονίστηκε πέντε μέτρα μακριά. Στις 2 Απριλίου, τη Δευτέρα του Πάσχα, έφτασε κι ο Μεχμέτ με πάρα πολύ στρατό, ιππείς και πεζούς κι έστησε τη σκηνή του απέναντι απ’ την Πύλη του Ρωμανού. Έσκαψε ένα μεγάλο όρυγμα γύρω απ’ τη σκηνή του, τοποθέτησε ξύλινους πασσάλους και γύρω απ’ το χαράκωμα αυτό στρατοπέδευσαν οι γενίτσαροι. Εκεί τον επισκέφτηκαν αρκετές φορές αρκετοί Βυζαντινοί, ανάμεσα στους οποίους άνθρωποι του Ναυάρχου Νοταρά, ένας καλόγερος Γεννάδιος και άλλοι πολλοί(όλοι τους ανθενωτικοί), που ενεργούσαν για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του Μεχμέτ από αντιπάθεια στους παπικούς.

Πίσω απ’ την αλυσίδα ήταν παρατεταγμένα τρία πολεμικά των Ενετών (Λυγουριανά), ένα απ’ την Ιβηρία, ένα Γαλλικό, τρία απ’ την Κρήτη, καθώς και τρεις μεγάλες εμπορικές γαλέρες των Ενετών, που επιτηρούσαν τις κινήσεις των Τούρκων. Στις 12 Απριλίου κατέφθασε κι ο υπόλοιπος στόλος των Τούρκων αποτελούμενος από τριακόσια είκοσι πλοία κι άραξε στο Διπλοκιόνιο, κάτω απ’ τον Γαλατά, που κι αυτός προστατευόταν με τείχη και κατοικούσαν εκεί οι Γενοβέζοι. Η συνολική δύναμη των Τούρκων πολιορκητών ανερχόταν: διακόσιες πενήντα οχτώ χιλιάδες στρατού, εκατό χιλιάδες καβαλαρέοι και τετρακόσια είκοσι πολεμικά πλοία, κατάφορτα στρατιωτών και υλικών για την πολιορκία, με ναύαρχο τον Μπαλτάογλου. Εκτός απ’ αυτούς μαζεύτηκαν κι άλλες πολλές χιλιάδες ρέμπελοι για να πλιατσικολογήσουν την Πόλη. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης τα υποστήριζαν 4.973 Βυζαντινοί και περίπου 2.000 ξένοι. Καπετάνιος σ’ ένα απ’ τα Λυγουριανά σκάφη ήταν ο Τζοάνη Τζουστινιάνι (Ιωάννης Ιουστινιάνι), άνθρωπος πολύ επιδέξιος κι άριστος γνώστης του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκτιμώντας τις ικανότητες του τον διόρισε δήμαρχο και στρατηγό.

Τις πρώτες μέρες της πολιορκίας οι Τούρκοι υπέστησαν σοβαρότατες απώλειες, ανατινάχτηκε η πυριτιδαποθήκη τους και καταστράφηκε το κανόνι του Ουρβανού. Αλλιώς τα υπολόγιζε ο Μεχμέτ και τελείως διαφορετικά ήταν αυτά που αντιμετώπιζε. Διέταξε τότε λαγουμτζήδες να ανοίξουν υπόγειες στοές για να περάσει ο στρατός του από κει. Έγιναν όμως αντιληπτοί, κι ένας Γερμανός μισθοφόρος του Τζουστινιάνι, ονόματι Γιόχαν Γκράντ (Ιωάννης Γερμανός), έσκαψε λαγούμι με την αντίθετη κατεύθυνση, απ’ αυτή που ακολουθούσαν οι Τούρκοι. Σαν άκουσε τους κασμάδες των Τούρκων, γέμισε τη στοά του με υγρό πυρ και μπαρούτι και το πυροδότησε. Η στοά των Τούρκων κατέρρευσε και καταπλάκωσε αρκετές εκατοντάδες απ’ αυτούς. Ύστερα κι απ’ αυτή την αποτυχία του, ο Μεχμέτ συνέχισε να κάνει λαγούμια και παράλληλα δοκίμασε κι άλλα τεχνάσματα.

Φτιάξανε με ξύλα τεράστιους αραμπάδες, βάλανε απάνω τα καράβια, άλειψαν με λίπος τις ρόδες και χιλιάδες ζώα και στρατιώτες άρχισαν να τα τραβούν πάνω στη στεριά, στο ύψωμα μπροστά απ’ τον Γαλατά και κατέβασαν μέσα στον Κόλπο εβδομήντα μικρά πλοία (22 Απριλίου).

Οι Τούρκοι στις 18 Μαΐου, με αρκετά χοντρούς κορμούς δέντρων, κατασκεύασαν έξω απ’ την Πύλη του Αγίου Ρωμανού μια μεγάλη ελέπολη3, που στο πάνω μέρος της κατέληγε σε πύργους, το ύψος της έφτανε πάνω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης4 και κυλούσε πάνω σε πάρα πολλούς ξύλινους τροχούς. Την επένδυσε με τρεις σειρές από δέρματα βοδιών για να μην τη διαπερνούν τα βέλη. Παρόμοιες πολιορκητικές μηχανές εμφανίστηκαν και σε πάρα πολλά σημεία έξω απ’ την τάφρο κι αντικειμενικός τους σκοπός ήταν να επιτεθούν όλες μαζί. Αφού ετοιμάστηκαν τα πάντα κι ανοίχτηκαν δρόμοι για να περάσουν οι ελέπολεις, άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός και κατάφεραν να ρίξουν τον πύργο της Πύλης του Ρωμανού. Αμέσως έσυραν τη μεγάλη πολιορκητική μηχανή πάνω στο όρυγμα κι ακολούθησε σφοδρότατη μάχη. Μέσα απ’ την πολιορκητική μηχανή έριχναν στο όρυγμα, τεράστιες πέτρες, ξύλα και χώματα και κατάφεραν να δημιουργήσουν δρόμο. Η μάχη αυτή κράτησε όλη τη μέρα κι αποδεκατισμένοι οι Τούρκοι σταμάτησαν τις προσπάθειές τους όταν έπεσε το σκοτάδι. Τη νύχτα όμως, Ο Τζουστινιάνι με τους άνδρες του, βγήκαν απ’ τα τείχη, χάλασαν το δρόμο, που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι, κι έκαψαν τη μεγάλη ελέπολη. Ο Μεχμέτ παραφρόνησε κι άρχισε να χτυπά τους στρατηγούς του. Απογοητευμένος απ’ τις εξελίξεις, σκέφτηκε ο Μεχμέτ να σταματήσει την πολιορκία. Τότε είχαν περάσει εφτά εβδομάδες (24 Μαΐου), κι έστειλε απεσταλμένο του στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, το γαμπρό του Ισμαήλ Χαμουζά Ισφαντιάρογλου, για να του πει να πάψουνε τον πόλεμο και να του παραδώσει την Πόλη. Του υποσχέθηκε να πάει να βασιλέψει στο Μοριά ή όπου αυτός ήθελε και να έπαιρνε μαζί του κι όσους ήθελε. Όσο για τους χριστιανούς της Πόλης θα τους σεβόντουσαν και κανένας δε θα πάθαινε τίποτα. Η απάντηση του Κωνσταντίνου έχει μείνει στην ιστορία: «Το δε την πόλιν σοι δούνε ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Το πήγαινε κι έλα των πρακτόρων του Μεχμέτ συνεχιζόταν και είπα στον Μεχμέτ πως μπορεί να μπει στην Πόλη από μια μυστική πόρτα, την Κερκόπορτα. Στις 26 Μαΐου άναψαν τεράστιες φωτιές γύρω απ’ την Κωνσταντινούπολη, τύμπανα χτυπούσαν δαιμονισμένα κι όλοι οι Τούρκοι έβγαζαν δυνατές κραυγές, για να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης. Τους έβαλαν όλους να προσευχηθούν στον Προφήτη τους κι ο Μεχμέτ τους υποσχέθηκε να τους αφήσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες να κάνουν ό,τι ο καθένας θέλει. Σαν λυσσασμένοι επιτέθηκαν οι Τούρκοι, με προπομπούς τους χριστιανούς στρατιώτες τους, για να φάνε αυτοί το μεγάλο στραπάτσο. Με μεγάλες σκάλες προσπαθούσαν να ανέβουνε στα τείχη, μα οι Βυζαντινοί τους γκρέμιζαν κι η τάφρος γέμισε από πτώματα. Όσοι προσπαθούσαν να γυρίσουν πίσω, τους περίμεναν οι γενίτσαροι και τους έσφαζαν. Έγιναν πολλές τέτοιες επιθέσεις, όλες αποτύγχαναν, κι ο Μεχμέτ διέταξε να επιτεθούν οι γενίτσαροί του. Τα άψυχα και τα πληγωμένα κορμιά των Τούρκων στοιβάζονταν κατά χιλιάδες έξω απ’ τα τείχη κι όταν κι οι γενίτσαροι στράφηκαν προς τα πίσω, όρμησε κατά πάνω τους ο ίδιος ο Μεχμέτ και πολλούς απ’ αυτούς έσφαξε ο ίδιος. Οι επιθέσεις συνεχιζόντουσαν με μεγάλη μανία κι όλες είχαν την ίδια τύχη. Σωροί τα πτώματα των τούρκων έξω από τα τείχη.

Εφτακόσια μέτρα βόρια απ’ την Πύλη του Ρωμανού, μετά την Πύλη Χαρβίου ή Ανδριανουπόλεως, σε μια συστάδα από αγριόχορτα και θάμνους ήταν η Κερκόπορτα ή η Πύλη του Κίρκου (τσίρκου – ιπποδρόμου). Την Κερκόπορτα τη βρήκαν μισάνοιχτη και αφρούρητη5. Οι Βυζαντινοί με αυτοθυσία κρατούσαν έξω απ’ τα τείχη τους Τούρκους, όταν ξαφνικά κι αναπάντεχα είδαν να έρχονται πολλοί μέσα απ’ τα τείχη. Ήταν αυτοί που μπήκαν απ’ την Κερκόπορτα κι ήτανε πάνω από τριάντα χιλιάδες Υποχώρησαν οι Βυζαντινοί στο Μεγάλο τείχος κι οι Τούρκοι τώρα δεν ήταν εκτεθειμένοι όπως πρώτα. Πάνω στη μάχη, τραυματίστηκε στο πόδι ο Τζουστινιάνι και πέρασε στο Γαλατά, κι από κει στη Χίο, όπου και πέθανε ύστερα από μέρες. Οι Βενετσιάνοι, μετά τη φυγή του αρχηγού τους, έφυγαν κι αυτοί και μόνοι τους οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους, που συνεχώς και πλήθαιναν. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πετά τα διακριτικά του και ορμά στη μάχη, σαν απλός στρατιώτης. Γύρω στις 10.00΄ πληγώθηκε στο χέρι και χάνει το σπαθί του. Δε σταματά και παροτρύνει τους στρατιώτες του: « Η Πόλις αλίσκεται κα’ μοι ζην έτι περιεστίν;», που αλληγορικά σημαίνει: «δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Δεν πτοείται κι ορμά με τα χέρια κατά των Τούρκων. Πληγώνεται μα συνεχίζει, μέχρι που δέχτηκε δυο απανωτές σπαθιές, μια από μπροστά και μια από πίσω κι έπεσε ανώνυμος ανάμεσα στους άλλους νεκρούς, κι η αντίσταση κάμφθηκε.

Η κραυγή «Εάλω η Πόλις» αντήχησε απ’ άκρου σ’ άκρο στην Κωνσταντινούπολη. Ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί όπου μπορούσε για να γλιτώσει απ’ τους μανιασμένους Τούρκους στρατιώτες. Όσους συναντούσαν στους δρόμους τους έσφαζαν και το ένα μετά το άλλο τα κάστρα έπεφταν στα χέρια τους. Τρεις μονάχα Πύργοι, του Λέοντα, του Βασιλείου και του Αλεξίου, που κρατούσαν οι Κρητικοί, δεν έπεσαν και συνέχιζαν να μάχονται και να σκοτώνουν τους επιτιθέμενους Τούρκους. Σαν το έμαθε ο Μεχμέτ, έστειλε σ’ αυτούς αποσταλμένο και τους είπε πως μπορούσαν να φύγουν στην πατρίδα τους μ’ όλα τα άρματα και τα πράγματα τους.

Ο Μεχμέτ δεν είχε ακολουθήσει το στρατό του κι έβλεπε την εξέλιξη της μάχης απ’ την τέντα του. Όταν του είπαν οι αγάδες του πως η Πόλη κυριεύτηκε, καβάλησε το άλογό του, μπήκε κι αυτός και τράβηξε στην Αγιά Σοφιά. Οι τοίχοι της ήταν κατακόκκινοι απ’ τα αίματα των σκοτωμένων χριστιανών που μπήκαν στην εκκλησιά για να σωθούν. Διέταξε να του φέρουν έναν χότζα και του είπε να ανεβεί πάνω στον άμβωνα και να κάνει δοξολογία. Ο χότζας φώναζε: «Αλλάχου εκπέρ, Αλλάχου εκπέρ, Μουχαμετούλ ρεσούλ Ουλλάχ». Όταν τέλειωσε ο χότζας, ανέβηκε ο Μεχμέτ πάνω στην Αγία Τράπεζα και επανέλαβε τα λόγια του χότζα. Ύστερα πρόσταξε να του φέρουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ζωντανό ή πεθαμένο. Έψαξαν οι Τούρκοι, έπλυναν πολλά πτώματα μήπως και τον αναγνωρίσουν και τελικά βρήκαν ένα πτώμα που φορούσε κόκκινα κομπάγια (υποδήματα) με τους αετούς. Το έστησαν απέναντι απ’ τον Μεχμέτ κι αυτός το περιεργαζόταν με έκπληξη. Για να είναι σίγουρος, ζήτησε τότε να του πάνε το Λουκά Νοταρά (ήταν ο άνθρωπός του) για να τον αναγνωρίσει. Ύστερα διέταξε να του κόψουν το κεφάλι, το βαλσάμωσε και το έστειλε στην ανατολή, σε πολλές χώρες, για να θαυμάσουν το κατόρθωμά του. Το σώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αργότερα το πήραν οι χριστιανοί και το έθαψαν. Το Νοταρά τον έκανε πρωθυπουργό κι ύστερα αναζήτησε τον φίλο του καλόγερο Γεννάδιο. Ξαμωλήθηκαν οι αγάδες του για να τον βρουν, μα δεν τα κατάφεραν. Πέρασαν πολλές εβδομάδες κι έμαθαν τελικά πως τον Γεννάδιο τον είχε αιχμαλωτίσει ο Ζαγανός πασάς και τον είχε πουλήσει σ’ έναν Βελή αγά στη Θράκη. Πήγαν, τον βρήκαν ζωσμένο σ’ ένα μαγκανοπήγαδο στην Αδριανούπολη να γυρίζει το μάγκανο, τον έφεραν στον Μεχμέτ κι αυτός τον διόρισε πατριάρχη των χριστιανών, τιμώντας τον για τις υπηρεσίες που του πρόσφερε.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

1 βλητικά μηχανήματα

2 «Χρονικόν», Γ. (Σ)Φρατζή, τ.Β σελ.145

3 πολιορκητική μηχανή, επινόηση του Δημητρίου του Πολιορκητή

4 είχαν ύψος 28 μέτρα

5 κατά τους Τούρκους ιστορικούς την άφησε μισάνοιχτη ο καλόγερος Γεννάδιος Σχολάριος από αντιπάθεια προς τους Δυτικούς

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
penthos1_fa_new.png
Βαρκάς Θεοδόσης: Για τον Βασίλη Γιαννακάκη…

''Όταν ο νους του ανθρώπου δεν χωρά κάτι τόσο τραγικό... ''

stighmiotipo-othonis-2025-06-27-185044.png
Συνάντηση των ενδιαφερομένων μερών του ευρωπαϊκού έργου TAAS διοργάνωσε η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου

Στο πλαίσιο του 3ου Stakeholders Meeting του ευρωπαϊκού έργου TAAS – Serving Digital Transformation in Tourism, που πραγματοποιήθηκε χθες 26 Ιουνίου 2025 στη Ρόδο, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου ανέδειξε ως κορυφαία προτεραιότητα την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων στον τουριστικό τομέα. 

ΑΓΓΕΛΙΕΣ & ADVERTORIALS
15 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗΝ ΚΩ
28 °C
Σάββατο, 28 Ιουνίου 5:13ΠΜ
ΕΦΗΜΕΡΕΥΟΝΤΑ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ
Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή κειμένου ή φωτογραφιών χωρίς άδεια.
Made by Reach Web Agency