Το φετινό καλοκαίρι δεν είναι όπως τα προηγούμενα. Τα νούμερα αφίξεων ευημερούν αλλά τα εισοδήματα σε όλα τα επίπεδα μειώνονται. Οι μικρομεσαίοι, οι εργαζόμενοι και οι εισοδηματίες δυσκολεύονται και θετικές προσδοκίες για κάτι καλύτερο δεν υπάρχουν.
Το ερώτημα της κρίσιμης περιόδου που διανύουμε είναι: ποια δημοτική πολιτική και ποιο δήμο χρειαζόμαστε σήμερα; Ακολουθει το ερώτημα και η απόφαση στο ποια Δημοτική αρχή χρειαζόμαστε.
Α.Την άνοιξη του 2010 η Ελλάδα αντιμετώπισε ένα στρατηγικό δίλημμα: παραμονή στην ΟΝΕ και συνακόλουθη «εσωτερική υποτίμηση» ή έξοδος από την ΟΝΕ, με άρνηση πληρωμής του χρέους. Χωρίς συζήτηση η χώρα μπήκε στον πρώτο δρόμο. Έπειτα από τρία χρόνια «εσωτερικής υποτίμησης»: η οικονομία και η κοινωνία μας αποδιαρθρώθηκε. Η βιομηχανική παραγωγή για παράδειγμα έπεσε στο 70%, τα εισοδήματα από την εργασία μειώθηκαν κατά 30%, η ανεργία αυξήθηκε στο 27% κλπ.
Στον τουρισμό η αύξηση των αφίξεων-διανυκτερεύσεων και η μείωση του εργασιακού κόστους συνοδεύτηκε με πτώση τιμών 30% και ταυτόχρονη μείωση των επιχειρηματικών κερδών λόγω της εκμετάλλευσης της εσωτερικής κατάστασης στην Ελλάδα από τους υπερεθνικούς κολοσσούς της τουριστικής αγοράς. Η πίεση στις τουριστικές επιχειρήσεις μεταφέρεται ως πίεση του εργατικού κόστους και αφαίρεση των εσόδων του Δήμου μας. Τα αίτια δεν είναι δύσκολο να βρεθούν: κατάρρευση της τελικής ζήτησης λόγω της συντριβής των μισθών και συντάξεων, κατάρρευση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, κατάρρευση της τραπεζικής πίστωσης και ρευστότητας, αδυναμία εξυπηρέτησης επιχειρηματικού δανεισμού, εξαφάνιση της εμπορικής πίστης, απόλυτη ανασφάλεια και δυσπιστία.
Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι τα χειρότερα πέρασαν, νέοι ορίζοντες ανοίγονται και καινούργιες δραστηριότητες εμφανίζονται γιατί με την πτώση των μισθών θα έχουμε τις προσδοκώμενες ξένες επενδύσεις! Η οικονομική ιστορία μας διδάσκει ότι καμία οικονομία του μεγέθους της ελληνικής δεν μπορεί να έχει καλές προοπτικές ανάπτυξης χωρίς ισχυρό δευτερογενή τομέα, ο οποίος φυσικά δεν θα προκύψει μέσω χαμηλών μισθών, αποκρατικοποιήσεων και ξένων επενδύσεων. Μας λέει ότι για να αντιμετωπιστεί η καταστροφή που προκάλεσε η «εσωτερική υποτίμηση» θα χρειαστεί δημόσια παρέμβαση στο πεδίο της τεχνολογίας, νέοι μηχανισμοί μακροχρόνιας πίστωσης για παραγωγικούς σκοπούς, εκτενείς δημόσιες επενδύσεις και στοχευμένη παρέμβαση στο χώρο της Παιδείας. Θα χρειαστεί νέα σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Στον τουρισμό χρειάζεται στροφή από τον μαζικό στον ποιοτικό και εξειδικευμένο τουρισμό. Αυτές είναι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και ο τόπος μας οι οποίες είναι έξω από την πολιτική της κυβέρνησης. Όμως δεν θα υπάρξει δυναμική παραγωγική ανάκαμψη αν δεν τεθεί με σοβαρότητα το θέμα της συμμετοχής στην ΟΝΕ. Φεύγοντας από το ευρώ η εσωτερική υποτίμηση θα αντικατασταθεί από την εξωτερική υποτίμηση και αυτό θα άρει την πίεση στους μισθούς και θα δώσει νέα πνοή στο δευτερογενή τομέα, διευκολύνοντας σε πρώτη φάση την ανάκτηση της εγχώριας αγοράς και πιο μεσοπρόθεσμα την παραγωγική αναδιάρθρωση. Η παρούσα κυβέρνηση είναι ανίκανη να ακολουθήσει οποιαδήποτε άλλη πορεία από την σημερινή. Η επόμενη κυβέρνηση, που μάλλον θα είναι της Αριστεράς, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την καμένη γη με ψυχραιμία και χωρίς καμία ιδεοληψία περί ΟΝΕ.
Β.Το δημοτικό πολιτικό ζήτημα είναι η χάραξη μιας πολιτικής στον αντίποδα αυτών που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα και η δραστηριοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα και των υπαρχόντων τοπικών υλικών πόρων. Ο δήμος μέχρι σήμερα παρακολουθούσε, ενίσχυε και επιδοτούσε την μεγάλη επιχειρηματική τουριστική και εμπορική δράση με την απουσία σχεδιασμού, την δωρεάν εκμετάλλευση των τοπικών φυσικών πόρων(νερό, παραλίες, κοινόχρηστους χώρους) και υποδομών (απορρίμματα), με διαγραφές οφειλών και πελατειακές σχέσεις με τους οικονομικούς παράγοντες (συνδιαλλαγή Κα ΐ σερλη-Μητση). Ασκούνταν με άκρατο λαϊκισμό πολιτική εκτεταμένων πελατειακών εκδουλεύσεων για εκλογικά οφέλη.
Σήμερα πρέπει να ασκήσει παρεμβατισμό και να εφαρμόσει διορθωτικές πολιτικές μέσα στον υπάρχοντα ή μέσα στον νέο δημοκρατικό καταστατικό χάρτη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η εξυπηρέτηση του στόχου της νέας ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της περιβαλλοντικής ισορροπίας απαιτεί την τοπική παραγωγική αναδιάρθρωση η οποία περνάει μέσα από την ποιοτική διαφοροποίηση του τοπικού τουριστικού προϊόντος και την δημιουργική συνεργασία του τουριστικού τομέα με την υπόλοιπη τοπική παραγωγή των μικρομεσαίων και της εργατικής τάξης. Εκσυγχρονισμό της διοικητικής μηχανής του δήμου μας και απελευθέρωση του από τον έλεγχο του δημάρχου. Χρηστή διαφανής διαχείριση και άνοιγμα του δήμου στην κοινωνία. Βελτίωση των οικονομικών του δήμου με την ανακοστολόγηση των δημοτικών υπηρεσιών, την διόρθωση του δημοτικού πελατολόγιου και την είσπραξη των χρεών παρελθόντων ετών. Η χρήση των δημοτικών υποδομών από τις μεγάλες επιχειρήσεις και κυρίως στο ζήτημα του νερού, των σκουπιδιών και των κοινόχρηστων χώρων πρέπει να κοστολογηθεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, ανταποδοτικότητας και περιβαλλοντικής προστασίας. Αύξηση εσόδων από την επιβάρυνση των δημοτικών τελών των μεγάλων επιχειρήσεων που αποδεδειγμένα θα χρηματοδοτήσουν δημοτικές υποδομές προσφέροντας καλύτερες υπηρεσίες και αναβαθμισμένο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον στην κοινωνία και στις επιχειρήσεις. Η (αυτονόητη) δημοτική επιδίωξη πόρων από εθνικούς ή ευρωπαϊκά προγράμματα και η τοπική φορολογία θα υπηρετεί συγκεκριμένους αναπτυξιακούς στόχους μέσω:
α) αυτοχρηματοδότησης έργων επεκτάσεων και εκσυχρονισμοιύ υφισταμένων υποδομών
και β) με την χρηματοδότηση νέων υποδομών που διαφοροποιούν το τοπικό τουριστικό προϊόν, οι οποίες μπορούν να γίνουν αυτή την περίοδο μέσω δανεισμού, ή μέσω μεικτών επιχειρήσεων και συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα σε στόχους που προεκλογικά θα προσδιοριστούν και η δημοτική αρχή θα καθορίσει!
Η Δημοτική οικονομική πολιτική πρέπει να αξιοποιήσει όλους τους τοπικούς διαθέσιμους πόρους χωρίς προκαταλήψεις και μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Η Σ.Ε. διαφοροποιείται από τα καταστημένα τοπικά κομματικά και προσωποκετρικά δημοτικά σχήματα και υπηρετεί τοπικές πολιτικές που συμβαδίζουν με την γενικότερη αναγκαία νέα εθνική πολιτική.
Για την Σ.Ε. Ν. Μυλωνάς