Η Επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Τότε, μια τέτοια ημέρα, η μικρή Ελλάδα όχι μόνον άλλαξε τον ρουν της Παγκόσμιας Ιστορίας αλλά και έγραψε άλλη μια αιματοβαμμένη και ηρωική σελίδα στην Ιστορία της. Ήταν τότε που οι ποιητές μας έκαναν τη γενναιότητα, την ανδρεία, τους αγώνες, το θάνατο ποίηση.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ «ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ»
Το ξέρουμε πια σήμερα πως τη νίκη μας την κέρδισαν
πάνω στα παγωμένα τ’ Αλβανικά βουνά απλοί χωριάτες
και ψαράδες, χερομάχοι, χτίστες και σιδεράδες
και γεωργοί με τα ψημένα πρόσωπά τους στον καθαρόν ήλιο
της πατρίδας, με τραχιά χέρια μαθημένα να χειρίζονται
με την ίδιαν ευκολίαν το αλέτρι και το πολυβόλο τους. Το ξέρουμε
τώρα καθαρά πως εκείνοι που πολέμησαν πραγματικά και
περιφρόνησαν το θάνατο ήταν δάσκαλοι και μικρέμποροι
γυρολόγοι, απλοί μικροί βιοτέχνες που έκλεισαν
τα καταστήματά τους για να απωθήσουν με το μεγαλείο
της ψυχής, με τη μεγαλοπρέπεια και την αποφασιστικότητα
της καρδιάς τον φασιστικό μας εισβολέα. Ήταν τέλος
γελαστά και χαρούμενα παιδιά, φοιτητές, στρατιώτες
και ανθυπολοχαγοί, που ξέρανε από την ιστορία καλά
τον παλιόν εκείνον Ξέρξη και τη συντριβή του
στα γενναία λιμάνια της πατρίδας μας, για να μην
τολμήσει να επαναλάβει ποτέ πια την πανωλεθρίαν του εκείνη
Αυτούς τους νεκρούς οφείλουμε να χωρέσουμε σήμερα
και πάντοτε μέσα μας να χωρούμε, για να μπορούμε
την κάθε στιγμή την ψυχραιμία και τη θέληση
των νεκρών της Αλβανίας ν’ ανακαλούμε μέσα μας και να λέμε
«όχι» στην κάθε υποδούλωση, στην κάθε ξένην υποταγή.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)»
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
«Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες στα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
κι αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες τα σύννεφα
χανόταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ»
(Οχτώβρης 1940)
Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –
μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,
κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,
μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους
και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους
να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.
Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,
να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,
όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,
η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,
μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,
κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι
δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκκί λιβάνι,
η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –
κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 1940»
Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!
Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί
και χύνονταν από χιλιάδες στόματα
το χρυσάφι των λέξεων
Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα
τα πιο ωραία ποιήματα
Δεν υποτεύονταν
πως ήταν μια παρένθεση
ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών
μια λάμψη μόνο που άλλαζε
τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα
Ασύνορη ήταν η ζωή
Ουρανοδρόμοι της ελπίδας
σημαδεύαν όνειρα
γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα
με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές
λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς
του στίχου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας» (απόσπασμα)
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
………………………………………….
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής
ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;
Υπάρχουν κι άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι
με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα
με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο
με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ τη σκανδάλη.
Δε μας κάνουν αυτοί
δε γίνονται αγάλματα αυτοί;
Με τον ίδιο γλαφυρό τρόπο περιγράφει το έργο ''Καταχνιά'' του Κώστα Βίρβου, τις τρομακτικές σκηνές του πολέμου: «Όπου σταυροδρόμι και μπλόκο, όπου πλατεία, εκκλησία και μπλόκο. Πιάνουν τους πατριώτες οι κατακτητές, τους βάζουνε στη σειρά μέσα στις κατακόμβες σφυρίζουν τα συρματόσχοινα… Και συναντώνται στις φυλακές ο δάσκαλος και το ράσο, οι σπουδαγμένοι και οι άνεργοι, άγνωστοι μεταξύ τους, Συναντώνται εκεί κι αδελφώνονται. Έρχονται και φεύγουν με τραγούδια, τους παραλαβαίνουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα και οι άλλοι ετοιμάζονται. Και οι φυλακές δεν αδειάζουν. Όπως και αυτοί έτσι και οι άλλοι ‘ γράψαν τα ονόματά τους στους τοίχους, που μοιάζουνε με σελίδες δόξας που κρέμονται πάνω από τον ουρανό. Και πηγαίνουν κι έρχονται και βλέπουν τα δέντρα για τελευταία φορά...»
Μετά από μήνες αναμονής ολοκληρώθηκε επιτέλους σήμερα Παρασκευή 6 Ιουνίου.
Στην 34η θέση ανάμεσα σε 184 Δήμους.
Η απάντηση του Πέτρου Πετρή στη Διοίκηση του ΔΗΡΑΣ.
Θα καλυφθούν τρεις θέσεις μόνιμου προσωπικού στο ΕΚΑΒ Κω.