Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μιχάλη Σαρηγιάννη «ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
. Ό Μεχμετ όλο το χειμώνα του 1452 – 53 προετοιμαζόταν. Είχε αγοράσει απ' τους δυτικούς όπλα που λειτουργούσαν με μπαρούτι, απεσταλμένοι του όργωσαν τη Μικρά Ασία και την Ευρώπη στρατολογώντας κόσμο, τους έταζαν ελεύθερο πλιάτσικο και τις γυναίκες των Βυζαντινών, προμηθεύτηκε ελεβόλεις1 αρκετά μεγάλες που ούτε σαράντα ζευγάρια βόδια δεν μπορούσαν να τις σύρουν2 και άλλες πολεμικές μηχανές και σαν ήρθε η άνοιξη του 1453 έστειλε τον Χαραντή πασά κι απέκλεισε την Πόλη. Στην Ανδριανούπολη, ο Ούγγρος Ουρβανός κατασκεύασε το μεγαλύτερο κανόνι που υπήρξε μέχρι τα τότε. Στη δοκιμή που έγινε, το βλήμα, που ζύγιζε περίπου πεντακόσιες οκάδες, άνοιξε έναν τεράστιο λάκκο κι απ' τα αέρια που έβγαλε, μια καμήλα εκσφενδονίστηκε πέντε μέτρα μακριά. Στις 2 Απριλίου, τη Δευτέρα του Πάσχα, έφτασε κι ο Μεχμέτ με πάρα πολύ στρατό, ιππείς και πεζούς κι έστησε τη σκηνή του απέναντι απ' την Πύλη του Ρωμανού. Έσκαψε ένα μεγάλο όρυγμα γύρω απ' τη σκηνή του, τοποθέτησε ξύλινους πασσάλους και γύρω απ' το χαράκωμα αυτό στρατοπέδευσαν οι γενίτσαροι. Ο μεγάλος βεζίρης Τζανταρλή Χαλήλ πασάς ανέλαβε τη διοίκηση του κέντρου της πολιορκίας, στο Μεσοτείχιο, ανάμεσα στις πύλες της Αδριανούπολης και του Αγίου Ρωμανού, ο στρατός της Ανατολής με αρχηγούς τον Ισαάκ πασά και τον αιμοβόρο Μαχμούτ πασά, πήρε θέσεις απ' την Πύλη του Ρωμανού μέχρι τη Χρυσή Πύλη, κοντά στη θάλασσα, ο στρατός της Ευρώπης με αρχηγό τον Νταή Καρατζά πασά, απ' την Πύλη του Ρωμανού μέχρι τη Ξυλό-πορτα (Ξύλινη Πύλη) στις ακτές του Κεράτιου Κόλπου, κι ο Αλβανός εξωμότης Ζαγανός κατέλαβε τα υψώματα γύρω απ' τον Γαλατά. Ανάμεσα σ' αυτούς και τα τείχη της Κωνσταντινούπολης υπήρχε περιμετρικά του τείχους η τάφρος, που κάλυπτε μήκος τριάντα χιλιόμετρα και πλάτους είκοσι μέτρων. Κατέπλευσε κι ένα τμήμα του στόλου του, που το αποτελούσαν τριάντα τριήρεις και δρόμωνες καθώς κι άλλα εκατόν τριάντα μικρότερα πλοία κι απέκλεισαν τη θάλασσα απ' τη μεριά της Προποντίδας. Μέσα στον Κεράτιο Κόλπο δεν μπορούσαν να μπουν γιατί το στόμιό του το έφραζε η μεγάλη αλυσίδα. Πίσω απ' την αλυσίδα ήταν παρατεταγμένα τρία πολεμικά των Ενετών (Λυγουριανά), ένα απ' την Ιβηρία, ένα Γαλλικό, τρία απ' την Κρήτη, καθώς και τρεις μεγάλες εμπορικές γαλέρες των Ενετών, που επιτηρούσαν τις κινήσεις των Τούρκων. Κατέφθασε και το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού που το στόμιό του είχε άνοιγμα δώδεκα πιθαμές και με άλλες διακόσιες πενήντα ελεβόλεις (πυροβόλα) άρχισε να σφυροκοπά την Κωνσταντινούπολη (5 Απριλίου).
Στις 12 Απριλίου κατέφθασε κι ο υπόλοιπος στόλος των Τούρκων αποτελούμενος από τριακόσια είκοσι πλοία κι άραξε στο Διπλοκιόνιο, κάτω απ' τον Γαλατά, που κι αυτός προστατευόταν με τείχη και κατοικούσαν εκεί οι Γενοβέζοι. Η συνολική δύναμη των Τούρκων πολιορκητών ανερχόταν: διακόσιες πενήντα οχτώ χιλιάδες στρατού, εκατό χιλιάδες καβαλαρέοι και τετρακόσια είκοσι πολεμικά πλοία, κατάφορτα στρατιωτών και υλικών για την πολιορκία, με ναύαρχο τον Μπαλτάογλου. Εκτός απ' αυτούς μαζεύτηκαν κι άλλες πολλές χιλιάδες ρέμπελοι για να πλιατσικολογήσουν την Πόλη. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης τα υποστήριζαν 4.973 Βυζαντινοί και περίπου 2.000 ξένοι. Καπετάνιος σ' ένα απ' τα Λυγουριανά σκάφη ήταν ο Τζοάνη Τζουστινιάνι (Ιωάννης Ιουστινιάνι), άνθρωπος πολύ επιδέξιος κι άριστος γνώστης του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκτιμώντας τις ικανότητες του τον διόρισε δήμαρχο και στρατηγό.
Οι μπαταριές των τούρκικων κανονιών και κυρίως του κανονιού του Ουρβανού χαλούσαν τα τείχη κι οι Βυζαντινοί, με κάθε πρόσφορο τρόπο και πρόχειρα υλικά (ξύλα, βαρέλια, χώματα) επισκεύαζαν τις ζημιές. Μα κι οι Βυζαντινοί διέθεταν μικρά κανόνια που κι αυτά ανταπέδιδαν. Τα πυροβόλα του Τζουστινιάνι κατάφεραν να πλήξουν την πυριτιδαποθήκη των Τούρκων και μια τρομερή έκρηξη διέλυσε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού και σκότωσε πολλές εκατοντάδες Τούρκων. Ο Μεχμέτ παράγγειλε να του φτιάξουν μεγαλύτερο στην Αδριανούπολη κι αμέσως, για να τονώσει το ηθικό των πολιορκητών, διέταξε επίθεση. Η περιμετρική τάφρος γέμισε από πτώματα Τούρκων κι η προσπάθεια απέτυχε. Όταν φτιάχτηκε το νέο μεγάλο κανόνι και το έφεραν έξω απ' τα τείχη, άρχισε να ρίχνει τις τεράστιες οβίδες του που άνοιγαν μεγάλες τρύπες στα τείχη. Γυναίκες κι άνδρες Βυζαντινοί ξανάκλειναν τις τρύπες αυτές με πρόχειρα υλικά και παρά τις σφοδρές επιθέσεις των Τούρκων τα τείχη κρατούσαν. Το κανόνι αυτό όμως είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Δεν μπορούσε να ρίξει παραπάνω από μια οβίδα κάθε δυο ώρες.
Αλλιώς τα υπολόγιζε ο Μεχμέτ και τελείως διαφορετικά ήταν αυτά που αντιμετώπιζε. Διέταξε τότε λαγουμτζήδες να ανοίξουν υπόγειες στοές για να περάσει ο στρατός του από κει. Έγιναν όμως αντιληπτοί, κι ένας Γερμανός μισθοφόρος του Τζουστινιάνι, ονόματι Γιόχαν Γκράντ (Ιωάννης Γερμανός), έσκαψε λαγούμι με την αντίθετη κατεύθυνση, απ' αυτή που ακολουθούσαν οι Τούρκοι. Σαν άκουσε τους κασμάδες των Τούρκων, γέμισε τη στοά του με υγρό πυρ και μπαρούτι και το πυροδότησε. Η στοά των Τούρκων κατέρρευσε και καταπλάκωσε αρκετές εκατοντάδες απ' αυτούς. Ύστερα κι απ' αυτή την αποτυχία του, ο Μεχμέτ συνέχισε να κάνει λαγούμια και παράλληλα δοκίμασε κι άλλα τεχνάσματα.
Φτιάξανε με ξύλα τεράστιους αραμπάδες, βάλανε απάνω τα καράβια, άλειψαν με λίπος τις ρόδες και χιλιάδες ζώα και στρατιώτες άρχισαν να τα τραβούν πάνω στη στεριά, στο ύψωμα μπροστά απ' τον Γαλατά και κατέβασαν μέσα στον Κόλπο εβδομήντα μικρά πλοία (22 Απριλίου). Ύστερα έφτιαξαν μια τεράστια σχεδία από βαρέλια, βάρκες και ξύλα και τοποθέτησαν πάνω της ένα μεγάλο κανόνι με το οποίο χτυπούσαν την Πόλη απ' τη μεριά του κόλπου. Σαν τα είδαν όλα τούτα οι Βυζαντινοί κατατρόμαξαν κι αποφάσισαν να τα κάψουν. Στις 24 Απριλίου ο Τζουστινιάνι, έστειλε τον Ενετό Ιάκωβο Κόκκο με πυρπολικά γεμάτα υγρό πυρ και σαράντα άνδρες, μα το σχέδιο είχε προδοθεί από τους Βενετούς της Πόλης που έστειλαν στον Μεχμέτ τον Φαγούζο και του είπε όλα τα όσα είχαν κατά νου οι Βυζαντινοί. Στις 16 Μαΐου ξανασκάβουν λαγούμια3 αλλά πάλι ο Ιωάννης Γερμανός (Γιοχαν Γκράντ) τα χάλασε.
Οι Τούρκοι στις 18 Μαΐου, με αρκετά χοντρούς κορμούς δέντρων, κατασκεύασαν έξω απ' την Πύλη του Αγίου Ρωμανού μια μεγάλη ελέπολη4, που στο πάνω μέρος της κατέληγε σε πύργους, το ύψος της έφτανε πάνω απ' τα τείχη της Κωνσταντινούπολης5 και κυλούσε πάνω σε πάρα πολλούς ξύλινους τροχούς. Την επένδυσε με τρεις σειρές από δέρματα βοδιών για να μην τη διαπερνούν τα βέλη. Παρόμοιες πολιορκητικές μηχανές εμφανίστηκαν και σε πάρα πολλά σημεία έξω απ' την τάφρο κι αντικειμενικός τους σκοπός ήταν να επιτεθούν όλες μαζί. Αφού ετοιμάστηκαν τα πάντα κι ανοίχτηκαν δρόμοι για να περάσουν οι ελέπολεις, άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός και κατάφεραν να ρίξουν τον πύργο της Πύλης του Ρωμανού. Αμέσως έσυραν τη μεγάλη πολιορκητική μηχανή πάνω στο όρυγμα κι ακολούθησε σφοδρότατη μάχη. Μέσα απ' την πολιορκητική μηχανή έριχναν στο όρυγμα, τεράστιες πέτρες, ξύλα και χώματα και κατάφεραν να δημιουργήσουν δρόμο. Η μάχη αυτή κράτησε όλη τη μέρα κι αποδεκατισμένοι οι Τούρκοι σταμάτησαν τις προσπάθειές τους όταν έπεσε το σκοτάδι. Τη νύχτα όμως, Ο Τζουστινιάνι με τους άνδρες του, βγήκαν απ' τα τείχη, χάλασαν το δρόμο, που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι, κι έκαψαν τη μεγάλη ελέπολη. Ο Μεχμέτ παραφρόνησε κι άρχισε να χτυπά τους στρατηγούς του.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κρατούσε την Πύλη του Ρωμανού και δίπλα του ο αρχιστράτηγος Τζουστινιάνι κι ο δον Φραγκίσκο απ' το Τολέδο, με πεντακόσιους γενοβέζους. Ο βάϊλος της Ενετίας, Ιερώνυμος Μινότο, φρουρούσε τα ανάκτορα και τη γύρω περιοχή, ο πρόξενος των Καταλανών, Πέτρο Γουλιάνο, την περιοχή των Βλαχερνών μέχρι το Κοντοσκάλι, ο Ιάκωβος Κονταρίνος φύλαγε τα τείχη του εσωτερικού λιμένα μέχρι την Υψωμαθιά, τη Χρυσή Πύλη τη φύλαγε ο Μανουήλ απ' τη Λυγουρία (Βενετία), τα αδέρφια Παύλος. Τρωίλος και Αντώνης Μπογιοάρδοι κρατούσαν την Πύλη Μυρίανδρο, στην Πύλη Καλιγαρίας ήταν ο Θόδωρος απ' την Κάρυστο κι ο Γιάννης Γερμανός. Στην Ξυλόπορτα και στον πύργο του Ανεμά στεκόταν ο γενοβέζος καπετάνιος Λεονάρδος Λαγκάσκος και στην Πύλη του Προσφόριου λιμένα στεκόταν ο ναύαρχος Νοταράς. Ο Ισπανός Πέτρος Τζουλιάνος κρατούσε το μέρος του τείχους κοντά στο παλάτι, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος φύλαγε την Πύλη της Συλιβρίας.
Σε κάποια στιγμή, απογοητευμένος απ' τις εξελίξεις, σκέφτηκε ο Μεχμέτ να σταματήσει την πολιορκία. Τότε είχαν περάσει εφτά εβδομάδες (24 Μαΐου), κι έστειλε απεσταλμένο του στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, το γαμπρό του Ισμαήλ Χαμουζά Ισφαντιάρογλου, για να του πει να πάψουνε τον πόλεμο και να του παραδώσει την Πόλη. Του υποσχέθηκε να πάει να βασιλέψει στο Μοριά ή όπου αυτός ήθελε και να έπαιρνε μαζί του κι όσους ήθελε. Όσο για τους χριστιανούς της Πόλης θα τους σεβόντουσαν και κανένας δε θα πάθαινε τίποτα. Η απάντηση του Κωνσταντίνου έχει μείνει στην ιστορία: «Το δε την πόλιν σοι δούνε ούτ' εμόν εστί, ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Στις 26 Μαΐου άναψαν τεράστιες φωτιές γύρω απ' την Κωνσταντινούπολη, τύμπανα χτυπούσαν δαιμονισμένα κι όλοι οι Τούρκοι έβγαζαν δυνατές κραυγές, για να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης. Τους έβαλαν όλους να προσευχηθούν στον Προφήτη τους κι ο Μεχμέτ τους υποσχέθηκε να τους αφήσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες να κάνουν ό,τι ο καθένας θέλει. Σαν λυσσασμένοι επιτέθηκαν οι Τούρκοι, με προπομπούς τους χριστιανούς στρατιώτες τους, για να φάνε αυτοί το μεγάλο στραπάτσο. Με μεγάλες σκάλες προσπαθούσαν να ανέβουνε στα τείχη, μα οι Βυζαντινοί τους γκρέμιζαν κι η τάφρος γέμισε από πτώματα. Όσοι προσπαθούσαν να γυρίσουν πίσω, τους περίμεναν οι γενίτσαροι και τους έσφαζαν. Έγιναν πολλές τέτοιες επιθέσεις, όλες αποτύγχαναν, κι ο Μεχμέτ διέταξε να επιτεθούν οι γενίτσαροί του. Τα άψυχα και τα πληγωμένα κορμιά των Τούρκων στοιβάζονταν κατά χιλιάδες έξω απ' τα τείχη κι όταν κι οι γενίτσαροι στράφηκαν προς τα πίσω, όρμησε κατά πάνω τους ο ίδιος ο Μεχμέτ και πολλούς απ' αυτούς έσφαξε ο ίδιος.
Στις 29 Μαΐου, στις 4.00΄ τα ξημερώματα δόθηκε η διαταγή πως κείνη τη μέρα έπρεπε να τελείωναν. Το χαντάκι γέμισε πάλι από τούρκικα πτώματα, το ίδιο κι οι παρυφές του τείχους. Όταν είχε ξημερώσει για τα καλά, ρίχτηκαν στη μάχη κι οι γενίτσαροι κι οι μάχες που ακολούθησαν ήτανε τρομερές. Η κυρία επίθεση γινόταν στην Πύλη του Ρωμανού, εκεί που βρισκόταν ο αυτοκράτορας και κάμποσοι Τούρκοι κατάφεραν να ανεβούν στα τείχη. Κάνανε όμως αντεπίθεση ο Θεόφιλος Παλαιολόγος με τον Δημήτρη Καντακουζηνό και γκρέμισαν όσους είχαν ανεβεί. Από μια οβίδα χάλασε ένα κομμάτι του κάστρου κι απ' το άνοιγμα αυτό πρόλαβαν να μπουν καμιά τρακοσαριά Τούρκοι, που όμως τους ξέκαναν οι Βυζαντινοί.
Εφτακόσια μέτρα βόρια απ' την Πύλη του Ρωμανού, μετά την Πύλη Χαρβίου ή Ανδριανουπόλεως, σε μια συστάδα από αγριόχορτα και θάμνους ήταν η Κερκόπορτα ή η Πύλη του Κίρκου (τσίρκου – ιπποδρόμου). Την Κερκόπορτα τη βρήκαν μισάνοιχτη και αφρούρητη6. Οι Βυζαντινοί με αυτοθυσία κρατούσαν έξω απ' τα τείχη τους Τούρκους, όταν ξαφνικά κι αναπάντεχα είδαν να έρχονται πολλοί μέσα απ' τα τείχη. Ήταν αυτοί που μπήκαν απ' την Κερκόπορτα κι ήτανε πάνω από τριάντα χιλιάδες Υποχώρησαν οι Βυζαντινοί στο Μεγάλο τείχος κι οι Τούρκοι τώρα δεν ήταν εκτεθειμένοι όπως πρώτα. Πάνω στη μάχη, τραυματίστηκε στο πόδι ο Τζουστινιάνι και πέρασε στο Γαλατά, κι από κει στη Χίο, όπου και πέθανε ύστερα από μέρες. Οι Βενετσιάνοι, μετά τη φυγή του αρχηγού τους, έφυγαν κι αυτοί και μόνοι τους οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους, που συνεχώς και πλήθαιναν. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πετά τα διακριτικά του και ορμά στη μάχη, σαν απλός στρατιώτης. Γύρω στις 10.00΄ πληγώθηκε στο χέρι και χάνει το σπαθί του. Δε σταματά και παροτρύνει τους στρατιώτες του: « Η Πόλις αλίσκεται κα' μοι ζην έτι περιεστίν;», που αλληγορικά σημαίνει: «δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Δεν πτοείται κι ορμά με τα χέρια κατά των Τούρκων. Πληγώνεται μα συνεχίζει, μέχρι που δέχτηκε δυο απανωτές σπαθιές, μια από μπροστά και μια από πίσω κι έπεσε ανώνυμος ανάμεσα στους άλλους νεκρούς, κι η αντίσταση κάμφθηκε.
Η κραυγή «Εάλω η Πόλις» αντήχησε απ' άκρου σ' άκρο στην Κωνσταντινούπολη. Ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί όπου μπορούσε για να γλιτώσει απ' τους μανιασμένους Τούρκους στρατιώτες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί. Πίσω τους ερχόντουσαν οι ρέμπελοι. Κατά χιλιάδες έμπαιναν απ' τις Πύλες, ποδοπατιόντουσαν αναμεταξύ τους γιατί βιάζονταν να προλάβουν και να κουρσέψουν πρώτοι. Όσους συναντούσαν στους δρόμους τους έσφαζαν και το ένα μετά το άλλο τα κάστρα έπεφταν στα χέρια τους. Τρεις μονάχα Πύργοι, του Λέοντα, του Βασιλείου και του Αλεξίου, που κρατούσαν οι Κρητικοί, δεν έπεσαν και συνέχιζαν να μάχονται και να σκοτώνουν τους επιτιθέμενους Τούρκους. Σαν το έμαθε ο Μεχμέτ, έστειλε σ' αυτούς αποσταλμένο και τους είπε πως μπορούσαν να φύγουν στην πατρίδα τους μ' όλα τα άρματα και τα πράγματα τους.
Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, έτρεξαν να κρυφτούν στην Αγιά Σοφιά και κλείδωσαν τις πόρτες. Έφτασαν όμως οι Τούρκοι, έσπασαν τις πόρτες με μπαλτάδες, μπήκανε μέσα κι άρχισαν τη σφαγή. Οι τοίχοι της εκκλησιάς πιτσιλίστηκαν απ' το αίμα σε δυο μπόγια ύψος κι ελάχιστοι ήταν αυτοί που γλίτωσαν το θάνατο, κι αυτοί ήτανε παιδιά και γυναίκες που τα βίαζαν μέσα στην εκκλησιά. Αφού ικανοποίησαν τα άγρια ένστικτά τους, τους έδεσαν με σκοινιά ή με τις ζώνες τους και τους τραβούσαν για να τους πάρουν όμηρους και δούλους. Η εκκλησιά απογυμνώθηκε και λεηλατήθηκε. Παπάδες κι άλλοι Βυζαντινοί σήκωναν στους ώμους τους βαριά σεντούκια, τους τραβούσαν με το καπίστρι που τους είχαν δέσει στο λαιμό και τους χτυπούσαν σαν τα υποζύγια. Οι ναύτες παράτησαν τα καράβια, όρμησαν στα γυναικεία μοναστήρια και αιχμαλώτισαν τις καλόγριες. Βρήκαν έτσι την ευκαιρία αρκετοί Βυζαντινοί να εγκαταλείψουν την πόλη.
Ο Μεχμέτ δεν είχε ακολουθήσει το στρατό του κι έβλεπε την εξέλιξη της μάχης απ' την τέντα του. Όταν του είπαν οι αγάδες του πως η Πόλη κυριεύτηκε, καβάλησε το άλογό του, μπήκε κι αυτός και τράβηξε στην Αγιά Σοφιά. Διέταξε να του φέρουν έναν χότζα και του είπε να ανεβεί πάνω στον άμβωνα και να κάνει δοξολογία. Ο χότζας φώναζε: «Αλλάχου εκπέρ, Αλλάχου εκπέρ, Μουχαμετούλ ρεσούλ Ουλλάχ». Όταν τέλειωσε ο χότζας, ανέβηκε ο Μεχμέτ πάνω στην Αγία Τράπεζα και επανέλαβε τα λόγια του χότζα. Ύστερα πρόσταξε να του φέρουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ζωντανό ή πεθαμένο. Έψαξαν οι Τούρκοι, έπλυναν πολλά πτώματα μήπως και τον αναγνωρίσουν και τελικά βρήκαν ένα πτώμα που φορούσε κόκκινα κομπάγια (υποδήματα) με τους αετούς. Το έστησαν απέναντι απ' τον Μεχμέτ και το περιεργαζόταν με έκπληξη. Για να είναι σίγουρος, ζήτησε τότε να του πάνε το Λουκά Νοταρά (ήταν ο άνθρωπός του) για να τον αναγνωρίσει. Ύστερα διέταξε να του κόψουν το κεφάλι, το βαλσάμωσε και το έστειλε στην ανατολή, σε πολλές χώρες, για να θαυμάσουν το κατόρθωμά του. Το σώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αργότερα το πήραν οι χριστιανοί και το έθαψαν. Ύστερα αναζήτησε τον καλόγερο Γεννάδιο. Ξαμωλήθηκαν οι αγάδες του για να τον βρουν, μα δεν τα κατάφεραν. Πέρασαν πολλές μέρες κι έμαθαν πως τον Γεννάδιο τον είχε αιχμαλωτίσει ο Ζαγανός πασάς και τον είχε πουλήσει σ' έναν Βελή αγά στη Θράκη. Πήγαν, τον βρήκαν ζωσμένο σ' ένα μαγκανοπήγαδο να γυρίζει το μάγκανο, τον έφεραν στον Μεχμέτ κι αυτός τον διόρισε πατριάρχη, τιμώντας τον για τις υπηρεσίες που του πρόσφερε, να ανοίξει την Κερκόπορτα.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ
1 βλητικά μηχανήματα
2 «Χρονικόν», Γ. (Σ)Φρατζή, τ.Β σελ.145
3 δεκατέσσερα τέτοια έφτιαξα, υπολογίστηκε πως το ένα απ' αυτά είχε μήκος 750 μέτρα, κι όλα είχαν την ίδια τύχη
4 πολιορκητική μηχανή, επινόηση του Δημητρίου του Πολιορκητή
5 είχαν ύψος 28 μέτρα
6 κατά τους Τούρκους ιστορικούς την άφησε μισάνοιχτη ο καλόγερος Γεννάδιος Σχολάριος από αντιπάθεια προς τους Δυτικούς
Το ευχαριστώ του Προέδρου της Δημοτικής Κοινότητας Ασφενδιού Σεβαστιανού Παρβέρη.
Ισχυρές δυνάμεις της Πυροσβεστικής, μηχανήματα έργου ιδιώτη της οικογένειας Μωρέ, η ΠολιτικήΠροστασία του Δήμου Κω και η αστυνομία έσπευσαν στο σημείο.
Με το νέο αυτό εργαλείο ενισχύονται ουσιαστικά οι καθημερινές εργασίες των υπηρεσιών ηλεκτροφωτισμού, πρασίνου και τεχνικών έργων.
Με βαθιά συγκίνηση και σεβασμό, η Εκκλησία και οι πιστοί αποχαιρέτησαν σήμερα τον Μητροπολίτη Άγκυρας Ιερεμία, ο οποίος εκοιμήθη εν Κυρίω, αφήνοντας πίσω του πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη και αξιομνημόνευτο εκκλησιαστικό έργο.