Τα αξέχαστα, θρυλικά ΚΑΜΑΚΙΑ της Κω. Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

Τα αξέχαστα, θρυλικά ΚΑΜΑΚΙΑ της Κω. Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

Τα αξέχαστα, θρυλικά ΚΑΜΑΚΙΑ  της Κω

(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

Ήρθαν και φέτος τα χελιδόνια στο όμορφο νησί μας πιστά στο ραντεβού τους. Αποδημητικά  πουλιά τα χελιδόνια περαστικά,  μας επισκέπτονται κάθε χρόνο  τους ζεστούς μήνες. Την Άνοιξη κάνουν τις φωλιές τους ή ξαναγυρνούν στις παλιές.  Προς το τέλος του Καλοκαιριού παίρνουν τους νεοσσούς τους,  αφού τους εκπαιδεύσουν και φεύγουν για τα πιο θερμότερα μέρη της γης.  Κάποια αποδημητικά περαστικά πουλιά, φέτος δεν θα έρθουν    ή μάλλον θα έρθουν πολύ λίγα, γιατί η  τρομοκτρατορία της θανατηφόρου πανδημίας θα τα εμποδίσει.

Κάποτε η φιλόξενη Κως έσφυζε από πολύ κόσμο. Περιηγητές από όλα τα μέρη της Ευρώπης  και από αλλού, γέμιζαν τα τουριστικά και λοιπά καταστήματα, που παρέμεναν ανοιχτά μέχρι και τα μεσάνυχτα. Τα βράδια,   πλημύριζαν τα νυχτερινά κέντρα και τα μπαράκια και οι δρόμοι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από τα ενοικιαζόμενα οχήματα, όπως αυτοκίνητα μηχανάκια  τουριστικά λεωφορεία και  τρενάκια.  Φέτος  μια εκκωφαντική, ασυνήθιστη ησυχία παντού.  Τα  καλοκαίρια του 70 -80, τότε που  η Κως με τις ζαχαρένιες της παραλίες, συγκέντρωνε εκατοντάδες τουρίστες και ανάμεσα τους νεαρές καλλίγραμμες  Σκανδιναβές, τότε άνθισαν και τα θρυλικά ΚΑΜΑΚΙΑ των νησιών. Ήταν  το ‘φλερτ,’ το ‘κορτε,’ η αλλιώς όπως το ονομάζουν σήμερα η ‘παρενόχληση.’

Όταν ο Βασίλης Γεωργιάδης, γύρισε το 1968 την ταινία ‘Κορίτσια στον ήλιο’, με την Αγγλίδα ηθοποιό Ανν Λόμπεργκ και τον γοητευτικό, αξέχαστο Γιάννη Βόγλη, να έχει γεμάτες τις χούφτες του και να της φωνάζει….  ‘Στάσου μύγδαλα,’ είχε πια ξεκινήσει η λαμπρή περίοδος του Ελληνικού Τουρισμού. Η Ελλάδα εκτός από τα δικά της ‘κορίτσια κάτω από τον λαμπερό ήλιο’, φιλοξενούσε και χιλιάδες κορίτσια, τουρίστριες που ερχόταν για να μαυρίσουν, να γνωρίσουν τις Ελληνικές ομορφιές και φυσικά τον μυθικό  Ελληνικό, λεβέντη, φτερωτό Έρωτα….

Δεκαετία του 60 η  Μέρρη Κουάντ, εδραιώνει στην Αγγλία ως μόδα τη μίνι φούστα και με το συγκρότημα Μπίτλς,  τα Σκαθάρια, γίνεται η ροκ αναφορά στα μουσικά ακούσματα της νεολαίας. Ο Ελληνικός κινηματογράφος, από ασπρόμαυρος γίνεται έγχρωμος και οι πρώτες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, παίρνουν θέσεις στις βιτρίνες των Ελληνικών μεγαλουπόλεων. Αρχές του δεκαετίας 70 και η Αεροπορικές συγκοινωνίες, θεσπίζουν απευθείας πτήσεις τσάρτερς,  ‘charters’ σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς.

Οι individual travelers, δηλ οι μεμονωμένοι πελάτες, αντικαταστάθηκαν με τα organized tourist groups, δηλ τους οργωμένους ομαδικούς τουρίστες.

Τα ξενοδοχεία ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε λόφους, χωράφια και ακτογραμμές, ενώ οι μονοκατοικίες και τα οικόπεδα, έγιναν μικρά επιπλωμένα διαμερίσματα, οι λεγόμενες γκαρσονιέρες και η  οικοδομή βρίσκεται στο απόγειο  της. Τα τουριστικά μαγαζιά, γεμάτα με  κάθε είδους ενθύμια, ‘souvenirs’  κάνουν την εμφάνιση τους μαζί με τα μικρομάγαζα, τα λεγόμενα mini market.

Η νέοι και οι νέες κυρίως, αφήνουν τα εύφορα χωράφια και τα εργοστάσια ντομάτας και απασχολούνται ως πωλητές, σερβιτόροι, κηπουροί και  καμαριέρες, στα διάφορα τουριστικά καταλύματα.

Δεκαετία του 80 και ο παλιός δρόμος της Απελλού, στα  Χαλουβαζιά, έγινε ο πιο τουριστικός δρόμος της παλιάς πόλης. Εξαφανίστηκαν τα φαναρτζίδικα, τα τσαγκαράδικα, οι πεταλωτές, οι σαμαρατζίδες, ο παραδοσιακός φούρνος και δεκάδες άλλα παραδοσιακά μαγαζιά, μαζί με τον παλιό καφενέ και το γαλατάδικο. Το νησί μας πλημμύρισε τουρίστες, διότι ο ντόπιος οργανωμένος τουρισμός, σε συνεργασία με τους διεθνείς tour operators, ταξιδιωτικά γραφεία και travel agencies, ταξιδιωτικούς πράκτορες, έφερναν πολύ κόσμο, μέχρι που το νέο ζημιογόνο σύστημα του

all inclusive,  δηλ το πλήρες πακέτο, πλημμύρισε τα Ξενοδοχεία.                   Ο λαμπερός ήλιος, η φιλοξενία και οι καταγάλανες, καθαρές θάλασσες, με τις ζαχαρένιες, αμμουδερές παραλίες και το ζεστό κλίμα, κατέβασαν στο Νότο, όλο τον τουρισμό του ψυχρού Βορρά.

Ακολουθώντας  μια παράξενη μόδα, που θέλει  άντρες και γυναίκες της Ευρώπης, να γίνονται μελαψοί, σοκολατί, μιμούμενοι τους μελαχρινούς κατοίκους της Μεσογείου, ήρθαν χιλιάδες κυρίως ανοιχτόχρωμοι,  Σκανδιναβοί επισκέπτες στα νησιά μας, για να μαυρίσουν.

Ένα νέο επάγγελμα βγήκε στην επιφάνεια, αυτό του ‘ομπρελά.’  Δεκάδες  ενοικιαζόμενες ομπρέλες και κρεβάτια, απλώθηκαν στις παράλιες μας.    Έτσι το μπάνιο και η ηλιοθεραπεία,  έπαψε  να είναι δωρεάν αγαθό για τους τουρίστες, που νοίκιαζαν όπως τα ποδήλατα, με την ώρα τα ομπρελο-καθίσματα και τις ξαπλώστρες στην ακρογιαλιά.  Ξαπλωμένες οι νέες καλλίγραμμες Ευρωπαίες, κάτω από τις ομπρέλες, φορώντας συνήθως μικροσκοπικά μπικίνια ή  ‘τόπλες’, τρέλαιναν τους ντόπιους  νεαρούς, που σκοτώνονταν ποιος θα τις αλείψει με αντηλιακό.

Μετά τον ομπρελά, ήλθαν και τα ενοικιαζόμενα ποδήλατα  παραλίας, τα σκούτερ θαλάσσης  και  τα σκάφη αναψυχής, μικρά η μεγάλα, ακολουθούμενα από τα ανάλογα θαλάσσια σπορ. Φυσικά  και τα ενοικιαζόμενα ποδήλατα ξηράς, είχαν τότε την τιμητική τους, όπως και τα ενοικιαζόμενα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα.

Μια  καινούργια λέξη, προστέθηκε στο Ελληνικό λεξιλόγιο, το ΚΑΜΑΚΙ. Κοιτώντας  στο λεξικό, το ‘καμάκι’ είναι το εργαλείο του ψαρά, που καμακώνει σε λίμνες, ποτάμια  και θάλασσες   με το ψαροτούφεκο,  τα διάφορα ψάρια.

ΚΑΜΑΚΙΑ,  όμως έλεγαν και τους τολμηρούς νέους, που πλησίαζαν τις ψηλόλιγνες καλλίγραμμες ξανθές τουρίστριες, του Βορρά για να τις ‘διασκεδάσουν’ και να περάσουν καλά μαζί τους.

Συνήθως ήταν νέες κοπέλες φοιτήτριες ή εργαζόμενες, που αναζητούσαν στην μελαχρινή Ελληνική ομορφιά, τον εφήμερο έρωτα.  Επειδή  στον κόσμο λίγοι είναι οι ‘ωραίοι ως  Έλληνες’, τα Καμάκια έκαναν θραύση στις διαθέσιμες  εύκολες γυναίκες τουρίστριες, που ερχόταν ‘για λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και το αγόρι τους.’ (σύμφωνα με το λαϊκό άσμα  της Μαρινέλλας, το 80 στη Γιουροβίζιον.)  Πολλές ‘ξένες’ από τον στιγμιαίο έρωτα μιας βραδιάς, είτε επειδή ερωτεύτηκαν πιο βαθιά είτε διότι  δεν πρόσεξαν και φορτώθηκαν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αναγκάστηκαν να παντρευτούν τα μελαχρινά, μαυρισμένα συνήθως ψηλόλιγνα καμάκια της Κω.                                     Αυτές οι ντόπιες κοπέλες,  τις έλεγαν ‘οι ξένες’ ή ‘οι ξενάρες,’ που τους έκλεψαν τα ομορφόπαιδα του νησιού.

Παρόλα αυτά, πολλά από τα ομορφόπαιδα δεν πιάστηκαν εύκολα στα δίχτυα, από τα εφήμερα καμάκια τους. Έμειναν  γεροντοπαλίκαρα, εξασκώντας  το χόμπι του καμακιού, μέχρι τελικής πτώσεως. Άλλοι πάλι, χώρισαν και ξαναπαντρεύτηκαν με ντόπιες κοπέλες.

Όσο για την επικοινωνία, η  γλώσσα στις διαπροσωπικές στενές σχέσεις, είναι διεθνής αφού υπάρχει η γλώσσα των ματιών και του σώματος.

Τα Καμάκια,  ξεστόμιζαν λίγα παρδαλά Αγγλο-Ελληνικά όπως ‘χάου-αργιού’, ‘σπίτιγκλις,’ ‘ντουγιουλάικ μαμαζέλ  δε  γκρις;’ ή ‘αιλάβγιου κάργα, ’   ‘βέρι νάις ή ‘με λένε Τάκη ‘κάμ χίαρ’  κλπ.

Βέβαια δεν τους καταλάβαιναν, αλλά  οι διψασμένες για εφήμερο έρωτα, εύκολες γυναίκες τουρίστριες,  που πλημμύριζαν τις παραλιακές ντίσκο Καλούα  και Χέβεν και την ντίσκο  της πόλης την ‘play boy’,  ψήνονταν και έβγαιναν εύκολα μαζί τους. Όμως  δεν ήταν λίγες και οι φορές, που οι μεθυσμένες τουρίστριες, την άλλη μέρα ξεμεθούσαν και κατήγγελλαν για βιασμούς και σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τα λεβέντικα Καμάκια της Κω, με σκοπό να εισπράξουν την ασφάλεια του ταξιδιού τους, κλείνοντας έτσι στη φυλακή, τα  ‘αθώα’ Καμάκια.

Για ευνόητους λόγους, επειδή πολλοί σήμερα έχουν υποδειγματικές οικογένειες, αν και τους γνωρίζουμε και τους θυμόμαστε, δεν τους αναφέρουμε ονομαστικά. Είχαν όμως πληθώρα από παρατσούκλια όπως κάμακας, τίγρης, κάτης, ψηλός, μπουάς, μούσιας, κοντός, πίτσουλας, νάνος,  μουστάκας, φαβορίτας, αλλά Κόκοτας  κλπ.

‘Τα  κορίτσια στον ήλιο’, ήταν διαθέσιμα για ατελείωτο έρωτα, αλλά παράλληλα   έκρυβαν και πολλούς κινδύνους.

Για αυτό άλλος  ένας παράγοντας που έβαλε φρένο στα Καμάκια, ήταν και η εμφάνιση του φοβερού  ιού του AIDS.  Ενός θανατηφόρου σεξουαλικά διαδεδομένου νοσήματος, που εμφανίστηκε στο τέλος τις δεκαετίας  του    70 αρχές του 80.

Όσο για τις ντόπιες κοπέλες, που δεν ήταν και τόσο  εύκολες και ανοιχτές στις  εφήμερες ερωτικές σχέσεις τους, είχαν στραφεί τότε στους πολυάριθμους φαντάρους, αξιωματικούς και αστυνομικούς.                     Τους Πανωμερίτες ή  Ξωμερίτες ή  Ξενοκουρούτηδες,  από την Ηπειρωτική και Βόρειο Ελλάδα, όπως τους έλεγαν οι  ντόπιοι.

Δεκάδες όμορφα παλικάρια, που ήταν στρατιωτικοί ή υπηρετούσαν στο νησί μας,  γνώρισαν και ερωτεύτηκαν ντόπιες κοπέλες και τις παντρεύτηκαν. Άλλοι έφτιαξαν την οικογένεια τους, στις ιδιαίτερες πατρίδες και στα χωριά τους. Πολλοί  από αυτούς έκαναν υποδειγματική οικογένεια και προκοπή στο νησί μας.  Αυτούς οι ντόπιοι επίσης τους ονόμαζαν, τα προμαζέματα ή τα κουβαλήματα.

Τα αποτελέσματα  των μικτών γάμων, που με την νομοθεσία και του πολιτικού γάμου, εκτός του Θρησκευτικού,  έγινε πιο εύκολη η διαδικασία νόμιμης  συμβίωσης, ήταν αμφιλεγόμενα. Όσες  ντόπιες   παντρεύτηκαν φανταράκια  ή αστυνομικούς, στην πλειοψηφία τους οι γάμοι αυτοί έμειναν  επιτυχημένοι. Διότι το ζευγάρι ήταν από το ίδιο φύραμα, ίδια γενιά και ίδιο Ελληνικό πολιτισμό. Τα  κοινά ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα, η Θρησκεία, τους ένωναν, μαζί με τα παιδιά που έφεραν στον κόσμο.

Για τους μεικτούς γάμους, δεν θα πούμε το ίδιο. Οι κοπέλες της Ευρώπης, ήταν αλλιώς μαθημένες. Μέσα από τις πολύβουες  μεγαλουπόλεις, βρέθηκαν στην απομονωμένη ατμόσφαιρα ενός νησιού, με λιγοστούς κάτοικους και  μηδαμινές ευκολίες και ανέσεις, συγκρινόμενες με αυτές που άφησαν πίσω τους, μαζί με  τον ελεύθερο και ιδιαίτερο τρόπο της ζωή τους.

Ο  μελαχρινός Έλληνας, ‘Απόλλωνας’, ακολουθούσε τα δικά του ήθη και έθιμα. Παιδί  της μαμάς, καλομαθημένος, λίγο αφέντης, λίγο γυναικάς, λίγο μπερμπάντης, λίγο πότης, ξενύχτης  και ανεξάρτητος, ήθελε να έχει το απάνω χέρι και τον  πρώτο λόγο.  Έτσι δεν ταίριαξε με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, της ελεύθερης Ευρωπαίας φεμινίστριας και φανατικής ακόλουθου της ισότητας των δυο φύλλων. Για αυτό πολλές ‘ξένες,’ εγκατέλειψαν τα Ελληνικά Καμάκια και τα παιδιά τους, καθώς  τις αιώνιες διακοπές, τον ήλιο την θάλασσα, μαζί  και το ήπιο κλίμα του ήσυχου νησιού που τους φιλοξενούσε.  Επέστρεψαν πίσω στον δικό τους Ευρωπαϊκό, ανεξάρτητο τρόπο ζωής και στις δικές τους απελευθερωμένες συνήθειες.

Επίσης  πολλοί ντόπιοι που ξενιτεύτηκαν, ακολουθώντας τις ‘ξένες’ αγαπητικιές τους στον παγωμένο Βορρά, δεν τους σήκωσε το ψυχρό κλίμα και επέστρεψαν στο ζεστό νησάκι τους.

Δεκαετία του 90 και έπεται συνέχεια,  αφού ο  τουρισμός συνεχίζει να πλημμυρίζει τα φιλόξενα, ηλιόλουστα νησιά μας. Τα θρυλικά Καμάκια λιγόστεψαν, ενώ αυτοί που απέμειναν μεγάλωσαν και την θέση τους πήραν άλλοι πιο  Αγγλομαθείς, με το  κινητά τηλέφωνα στα χέρια, με το face book στους ηλεκτρονικούς  υπολογιστές και τα βράδια με το ποτό στο χέρι, όρθιοι στα πολυάριθμα μπαράκια της bar street, της οδού Ναυκλήρου.

Τα Καμάκια της Κω και της Ρόδου, πέρασαν στην ‘ιστορία του τουρισμού,’ αλλά μας έμεινε  η ιδιαίτερη εμφάνιση τους, ιδίως τον καιρό των θρυλικών Χίπις. Τα παιδιά των λουλουδιών, και τα Καμάκια, είχαν ‘σγουρό μαλλί στο μέτωπο ριγμένο, στα χείλη το τσιγάρο αναμμένο’, (σύμφωνα πάλι με την Μαρινέλλα).  Είχαν μονίμως  μακριά  ατημέλητα μαλλιά, ανοικτό εμπριμέ πουκάμισο, για να φαίνεται το γυμνασμένο, δασύτριχο στέρνο με την χοντροκομμένη επίχρυση καδένα, ένα χρωματιστό  σορτς και  βολικές σαγιονάρες για την παραλία. Αυτοί ήταν οι εκπρόσωποι μιας άλλης μορφής έρωτα, του στιγμιαίου έρωτα, που πολλές φορές γινόταν μόνιμος, αλλά και οι καλύτεροι  πρεσβευτές και  διαφημιστές της Ελληνικής λεβεντιάς.     Αυτά τα ξεχωριστά θρυλικά ΚΑΜΑΚΙΑ  πέρασαν στην τουριστική ιστορία του νησιού μας, αλλά και στην μνήμη όσων τα θυμούνται ή τα αποθανάτισαν με  τον φακό της  φωτογραφικής τους μηχανής.

Ξανθίππη Αγρέλλη

Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου
ΤΑ ΚΑΜΑΚΙΑ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
ΚΑΚΤΟΣ
ADVERTORIALS